- περιαγκωνίζω
- V 0-0-0-0-1=1 4 Mc 6,3to tie the hands behind the back; neol.
Lust (λαγνεία). 2014.
Lust (λαγνεία). 2014.
περιαγκωνίζω — ΜΑ δένω τα χέρια κάποιου πίσω στη ράχη, δένω κάποιον πισθάγκωνα («πρῶτον μὲν περιέδυσαν τὸν γηραιόν.. ἔπειτα περιαγκωνίσαντές ἐκατέρωθεν, μάστιξι κατῄκιζον», ΠΔ). [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + ἀγκών κατά τα ρ. σε ίζω (πρβλ. εξ αγκων ίζω)] … Dictionary of Greek
περιαγκωνίσαντα — περιαγκωνίζω tie the hands behind the back aor part act neut nom/voc/acc pl περιαγκωνίζω tie the hands behind the back aor part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιαγκωνισθείς — περιαγκωνίζω tie the hands behind the back aor part pass masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιαγκωνίσαντες — περιαγκωνίζω tie the hands behind the back aor part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιαγκώνισμα — τὸ, Α [περιαγκωνίζω] το δέσιμο τών χεριών στη ράχη … Dictionary of Greek